Το Σάββατο που μας πέρασε έγινε η πρώτη συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης του Ομίλου μας. Ύστερα από διεξοδική συζήτηση στην οποία κατατέθηκε ο ενθουσιασμός των συμμετεχόντων, η επιθυμία για ενεργή συμμετοχή, όχι μόνο στη Λέσχη αλλά γενικότερα στην Ομάδα Βιβλίου, αλλά και προτάσεις για το πρώτο μας βήμα, καταλήξαμε. Η Λέσχη Ανάγνωσης είναι γεγονός για τον Φιλοπρόοδο!
Έτσι επιλέξαμε Το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή (ένα σημαντικό βιβλίο ενός σημαντικού συγγραφέα) και ορίσαμε την επόμενη συνάντησή μας για το Σάββατο, 4/6/16 στις 11 το πρωί όπου έχοντας στα χέρια μας το βιβλίο με το οποίο θα ασχοληθούμε θα ξεκινήσουμε ένα ταξίδι στις σελίδες του.
Η πρόσκληση παραμένει ανοιχτή. Όσοι και όσες από τα μέλη και τους φίλους του Ομίλου το επιθυμούν μπορούν να συμμετάσχουν στην συνάντηση αυτή στην οποία θα καθοριστούν ο τρόπος προσέγγισής του, η συχνότητα των συναντήσεών μας καθώς και τα μέσα που πιστεύουμε ότι θα μας βοηθήσουν σε αυτό το ταξίδι.
Θα σας περιμένουμε!!!
Δημήτρης Χατζής και Φιλοπρόοδος Όμιλος Υμηττού:
Το περ. Αντί, τιμώντας τον συγγραφέα, έκανε αφιέρωμα στο έργο του (τχ. 297, Καλοκ. 1985). Tην επιμέλειά του αφιερώματος είχε η σύζυγος του συγγραφέα Καίτη Δ. Χατζή-Αργυροκαστρίτη. Σε αυτό περιέχεται η πρωτοδημοσιευόμενη στα 1985 ομιλία του (η πρώτη από τις τέσσερις εν είδει μαθήματος) στο κοινό του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, ήδη τον Μάρτιο του 1980. Στο περ. Αντί δημοσιεύεται με τίτλο «Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού. Η λογία παράδοσις». Αργότερα (2005) περιλήφθηκε στη συναγωγή κειμένων του Δ. Χατζή «Το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού», σε επιμέλεια της Βενετίας Αποστολίδου.
Πλέκοντας έναν ιστό θεμάτων γύρω από το κύριο πρόσωπο, ο Δ. Χατζής πραγματεύεται ζητήματα όπως η μετανάστευση, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, η διαφορά της μεταπολεμικής Ελλάδας από τη μεταπολεμική Γερμανία, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η χρεοκοπία των ηθών, η τεχνοκρατική επέλαση, η αποξένωση και η απώλεια της ταυτότητας, η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, ο ρόλος του διανοούμενου στη σύγχρονη εποχή. Στο Διπλό Βιβλίο δεν μπορεί να μην ανιχνεύσει κανείς την ιδεολογική πορεία του Δ. Χατζή. Όταν έγραφε «Το τέλος της μικρής μας πόλης», είχε στέρεη την πεποίθηση ότι ο κόσμος του παρελθόντος, γραφικός αλλά και διαβρωμένος από τις νέες οικονομικές δομές, φτάνει επώδυνα στο τέλος του. Προσδοκούσε δε ότι ο κόσμος που θα ακολουθούσε, θα ήταν ένας κόσμος κοινωνικά δικαιότερος. Όταν γράφει το Διπλό Βιβλίο έχει διαπιστώσει ότι ο κόσμος που διαδέχτηκε τον προηγούμενο δεν είναι αυτός που ονειρεύτηκαν ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του. Απογοητεύεται, γιατί τα πανανθρώπινα οράματα απαξιώθηκαν, τα ιδανικά και ο αγώνας γι’ αυτά έμειναν αδικαίωτα. Η μεταπολεμική κατάσταση τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο σύγχρονο κόσμο τον αποθαρρύνει, γιατί οδηγεί σε νέα εξαθλίωση και μοναξιά το σύγχρονο άνθρωπο. Η δική του απογοήτευση και η αγωνία του για το μέλλον της Ελλάδας μεταφέρονται και στα πρόσωπα του βιβλίου του, τα οποία τριγυρνούν παγιδευμένα και σαστισμένα σ’ έναν κόσμο θρυμματισμένο, που δεν είναι φτιαγμένος στα μέτρα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο «συγγραφέας» -πρόσωπο του μυθιστορήματος που προσπαθεί να γράψει ένα δικό του βιβλίο- δεν κατορθώνει να ολοκληρώσει τις ιστορίες των ηρώων του. Η ολοκλήρωσή τους είναι κάτι που τον ξεπερνά. Παραμένει αμήχανος, γιατί δεν μπορεί να δει τη συνέχειά τους, γιατί δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα για να στηριχτεί πάνω της και να διακρίνει έναν ενδεχόμενο δρόμο για τον καθένα τους. Ωστόσο, το βιβλίο δεν ολοκληρώνεται απαισιόδοξα. Στην τελευταία του παράγραφο ξεχωρίζουν οι λέξεις ελπίδα και Ελλάδα. Παρά την απογοήτευση, η κοσμοθεωρία του αριστερού δεν επιτρέπει στο Δημήτρη Χατζή την παραίτηση. Γιατί η ζωή των ανθρώπων «πάει πιο πέρα» και «θα τους βρούμε, θα μας βρουν. Και θα τις κάνουμε τότε μαζί τους δικές μας τις πολιτείες των ξένων. Σε μια καινούργια ανθρώπινη κοινωνία – του δικού μας κόσμου, του σημερινού.....
Βιογραφικό σημείωμα για το Δημήτρη Χατζή. Ο Δημήτρης Χατζής
γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1913. Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζής, ήταν εκδότης της εφημερίδας «΄Ηπειρος» και γνωστός παλαμικός ποιητής και συγγραφέας με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Το 1925 ο Δημήτρης Χατζής φεύγει για την Αθήνα, όπου θα κάνει μέρος των γυμνασιακών του σπουδών. Το 1930, χρονιά θανάτου του πατέρα του, επιστρέφει στα Γιάννενα όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας, η οποία θα συνεχίσει να εκδίδεται ως το 1939. Εμφανίζεται στη λογοτεχνία το 1930, δημοσιεύοντας ποίημά του με τίτλο «Λυτρωμός» στο περιοδικό των Ιωαννίνων Ελλοπία. Στη συνέχεια γράφεται στη Νομική Σχολή - από την οποία ωστόσο δε θα καταφέρει να αποφοιτήσει - και στέλνει με ψευδώνυμο ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Την περίοδο 1932-34 γνωρίζει το Μαρξισμό και στη συνέχεια προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1936 συλλαμβάνεται από τη δικτατορία του Μεταξά. Βασανίζεται σκληρά και τελικά εξορίζεται στη Φολέγανδρο. Το 1937 επιστρέφει στα Γιάννενα και το 1941 στρατεύεται χωρίς όμως να σταλεί στο αλβανικό μέτωπο. Κατά τη διάρκεια της Αντίστασης εντάσσεται από τους πρώτους στο ΕΑΜ και γίνεται κύριο στέλεχος της παράνομης αντιστασιακής εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα», ζώντας στο βουνό. Με την Απελευθέρωση κατεβαίνει στην Αθήνα, η εποχή όμως είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Ακολουθεί η τραγωδία του Εμφυλίου και στο εξής η ζωή του θα ταυτιστεί με τις τύχες του αριστερού κινήματος. Το 1947 δημοσιεύει τα πρώτα του φιλολογικά άρθρα, συλλαμβάνεται όμως και εξορίζεται στην Ικαρία. Μετά από λίγους μήνες απελευθερώνεται και εκδίδει τη «Φωτιά», το πρώτο μυθιστόρημά του, που αφορά την Αντίσταση. Το 1948 θα καταφύγει και πάλι στο βουνό, όπου θα παραμείνει μέχρι την τελική υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού. Εκεί θα πληροφορηθεί και την εκτέλεση του αδελφού του Άγγελου, ύστερα από μια δίκη – παρωδία, που στέλνει μαζί του στο εκτελεστικό απόσπασμα και άλλους Γιαννιώτες νέους. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού εγκαταλείπει την Ελλάδα και θα γίνει μαζί με χιλιάδες άλλους πολιτικός πρόσφυγας. Θα φτάσει στη Ρουμανία και από ’κει θα πάει στην Ουγγαρία, στην οποία θα ζήσει τα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του, διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο. Το 1950 του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και το 1952 διαγράφεται από το Κ.Κ.Ε. Μακριά από την Ελλάδα βρίσκει παρηγοριά και διέξοδο στην πνευματική εργασία, γι’ αυτό και τα χρόνια της πολιτικής εξορίας θα αποδειχτούν εξαιρετικά γόνιμα για τις φιλολογικές του μελέτες. Το 1953 θα εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Το τέλος της μικρής μας πόλης», η οποία στην πρώτη της αυτή έκδοση αριθμεί 5 διηγήματα. Δύο χρόνια μετά πεθαίνει η μητέρα του, ο ίδιος όμως δε θα το μάθει παρά πολύ αργότερα. Μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, φεύγει για το Ανατολικό Βερολίνο, όπου εργάζεται ως ερευνητής στην Ακαδημία Επιστημών. Από ’κει θα στείλει το πρώτο του γράμμα στους δικούς του. Το 1960 εκδίδει στα γερμανικά -σε συνεργασία με τη Μέλπω Αξιώτη- μια ανθολογία του νεοελληνικού διηγήματος, με τίτλο «Η Αντιγόνη ζει». Το 1962 επιστρέφει στη Βουδαπέστη και με δική του πρωτοβουλία ουγγρικός εκδοτικός οίκος αρχίζει να εκδίδει έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, με ενέργειές του ιδρύεται το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, που αποσκοπεί στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Το 1963 εκδίδεται «Το τέλος της μικρής μας πόλης», με προσθήκη δύο νέων διηγημάτων, και το 1966 η συλλογή διηγημάτων «Ανυπεράσπιστοι». Η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967 ακυρώνει τη δυνατότητα επιστροφής του στην Ελλάδα και το 1968 αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Τελικά θα επιστρέψει στην Ουγγαρία, όπου θα διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Το καλοκαίρι του 1974 προγραμματίζει επίσκεψη στην Κύπρο, για να συμμετάσχει στις «Πολιτιστικές Εκδηλώσεις Καλοκαίρι’74». Η επίσκεψη θα ματαιωθεί όμως λόγω της τουρκικής εισβολής δε θα πραγματοποιηθούν ούτε και οι εκδηλώσεις. Με την πτώση της δικτατορίας το 1974, έρχεται στην επιφάνεια το αίτημα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων. Ομάδα διανοουμένων πιέζει για τον επαναπατρισμό του Δημήτρη Χατζή, ο οποίος επιστρέφει προσωρινά το Νοέμβριο του 1974, εικοσιπέντε χρόνια μετά την αναγκαστική αποδημία του. Η ποινή «δις εις θάνατον», που του είχε επιβληθεί το 1952 από διαρκές στρατοδικείο, δεν έχει ακυρωθεί ακόμα. Θα εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα το 1975 και τον επόμενο χρόνο εκδίδει «Το Διπλό Βιβλίο», ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά. To 1977 εκδίδονται τα διηγήματα «Σπουδές» και το 1979 τα διηγήματα «Θητεία». Ο Δημήτρης Χατζής πεθαίνει το 1981. Το γραπτό του έργο, το οποίο εκπονήθηκε κυρίως στα χρόνια της πολιτικής εξορίας του αλλά και στα χρόνια της μεταπολίτευσης, περιλαμβάνει πολιτικά και πολιτιστικά δημοσιογραφικά κείμενα, λογοτεχνικά έργα (διηγήματα, μυθιστορήματα) και φιλολογικές μελέτες.
"Ήδη μέσα στα διηγήματα από Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης η παλιά τεχνική είναι σπασμένη, η προσπάθεια για επάλληλα επίπεδα είναι δοκιμασμένη. Αργότερα, τη σπασμένη αυτή τεχνική, που ωστόσο θέλω να μένει τεχνική και να μην είναι αυθαίρετη ατεχνία, τη μετέφερα στο τελευταίο μου βιβλίο, Το Διπλό. Δεν ξέρω τι κατάφερα, λέω απλώς τι προσπάθησα." ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ
Έτσι επιλέξαμε Το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή (ένα σημαντικό βιβλίο ενός σημαντικού συγγραφέα) και ορίσαμε την επόμενη συνάντησή μας για το Σάββατο, 4/6/16 στις 11 το πρωί όπου έχοντας στα χέρια μας το βιβλίο με το οποίο θα ασχοληθούμε θα ξεκινήσουμε ένα ταξίδι στις σελίδες του.
Η πρόσκληση παραμένει ανοιχτή. Όσοι και όσες από τα μέλη και τους φίλους του Ομίλου το επιθυμούν μπορούν να συμμετάσχουν στην συνάντηση αυτή στην οποία θα καθοριστούν ο τρόπος προσέγγισής του, η συχνότητα των συναντήσεών μας καθώς και τα μέσα που πιστεύουμε ότι θα μας βοηθήσουν σε αυτό το ταξίδι.
Θα σας περιμένουμε!!!
Δημήτρης Χατζής και Φιλοπρόοδος Όμιλος Υμηττού:
Το περ. Αντί, τιμώντας τον συγγραφέα, έκανε αφιέρωμα στο έργο του (τχ. 297, Καλοκ. 1985). Tην επιμέλειά του αφιερώματος είχε η σύζυγος του συγγραφέα Καίτη Δ. Χατζή-Αργυροκαστρίτη. Σε αυτό περιέχεται η πρωτοδημοσιευόμενη στα 1985 ομιλία του (η πρώτη από τις τέσσερις εν είδει μαθήματος) στο κοινό του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, ήδη τον Μάρτιο του 1980. Στο περ. Αντί δημοσιεύεται με τίτλο «Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού. Η λογία παράδοσις». Αργότερα (2005) περιλήφθηκε στη συναγωγή κειμένων του Δ. Χατζή «Το Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού», σε επιμέλεια της Βενετίας Αποστολίδου.
Πλέκοντας έναν ιστό θεμάτων γύρω από το κύριο πρόσωπο, ο Δ. Χατζής πραγματεύεται ζητήματα όπως η μετανάστευση, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, η διαφορά της μεταπολεμικής Ελλάδας από τη μεταπολεμική Γερμανία, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος και η χρεοκοπία των ηθών, η τεχνοκρατική επέλαση, η αποξένωση και η απώλεια της ταυτότητας, η αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων, ο ρόλος του διανοούμενου στη σύγχρονη εποχή. Στο Διπλό Βιβλίο δεν μπορεί να μην ανιχνεύσει κανείς την ιδεολογική πορεία του Δ. Χατζή. Όταν έγραφε «Το τέλος της μικρής μας πόλης», είχε στέρεη την πεποίθηση ότι ο κόσμος του παρελθόντος, γραφικός αλλά και διαβρωμένος από τις νέες οικονομικές δομές, φτάνει επώδυνα στο τέλος του. Προσδοκούσε δε ότι ο κόσμος που θα ακολουθούσε, θα ήταν ένας κόσμος κοινωνικά δικαιότερος. Όταν γράφει το Διπλό Βιβλίο έχει διαπιστώσει ότι ο κόσμος που διαδέχτηκε τον προηγούμενο δεν είναι αυτός που ονειρεύτηκαν ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του. Απογοητεύεται, γιατί τα πανανθρώπινα οράματα απαξιώθηκαν, τα ιδανικά και ο αγώνας γι’ αυτά έμειναν αδικαίωτα. Η μεταπολεμική κατάσταση τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο σύγχρονο κόσμο τον αποθαρρύνει, γιατί οδηγεί σε νέα εξαθλίωση και μοναξιά το σύγχρονο άνθρωπο. Η δική του απογοήτευση και η αγωνία του για το μέλλον της Ελλάδας μεταφέρονται και στα πρόσωπα του βιβλίου του, τα οποία τριγυρνούν παγιδευμένα και σαστισμένα σ’ έναν κόσμο θρυμματισμένο, που δεν είναι φτιαγμένος στα μέτρα του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο «συγγραφέας» -πρόσωπο του μυθιστορήματος που προσπαθεί να γράψει ένα δικό του βιβλίο- δεν κατορθώνει να ολοκληρώσει τις ιστορίες των ηρώων του. Η ολοκλήρωσή τους είναι κάτι που τον ξεπερνά. Παραμένει αμήχανος, γιατί δεν μπορεί να δει τη συνέχειά τους, γιατί δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα για να στηριχτεί πάνω της και να διακρίνει έναν ενδεχόμενο δρόμο για τον καθένα τους. Ωστόσο, το βιβλίο δεν ολοκληρώνεται απαισιόδοξα. Στην τελευταία του παράγραφο ξεχωρίζουν οι λέξεις ελπίδα και Ελλάδα. Παρά την απογοήτευση, η κοσμοθεωρία του αριστερού δεν επιτρέπει στο Δημήτρη Χατζή την παραίτηση. Γιατί η ζωή των ανθρώπων «πάει πιο πέρα» και «θα τους βρούμε, θα μας βρουν. Και θα τις κάνουμε τότε μαζί τους δικές μας τις πολιτείες των ξένων. Σε μια καινούργια ανθρώπινη κοινωνία – του δικού μας κόσμου, του σημερινού.....
Βιογραφικό σημείωμα για το Δημήτρη Χατζή. Ο Δημήτρης Χατζής
γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1913. Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζής, ήταν εκδότης της εφημερίδας «΄Ηπειρος» και γνωστός παλαμικός ποιητής και συγγραφέας με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Το 1925 ο Δημήτρης Χατζής φεύγει για την Αθήνα, όπου θα κάνει μέρος των γυμνασιακών του σπουδών. Το 1930, χρονιά θανάτου του πατέρα του, επιστρέφει στα Γιάννενα όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας, η οποία θα συνεχίσει να εκδίδεται ως το 1939. Εμφανίζεται στη λογοτεχνία το 1930, δημοσιεύοντας ποίημά του με τίτλο «Λυτρωμός» στο περιοδικό των Ιωαννίνων Ελλοπία. Στη συνέχεια γράφεται στη Νομική Σχολή - από την οποία ωστόσο δε θα καταφέρει να αποφοιτήσει - και στέλνει με ψευδώνυμο ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Την περίοδο 1932-34 γνωρίζει το Μαρξισμό και στη συνέχεια προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1936 συλλαμβάνεται από τη δικτατορία του Μεταξά. Βασανίζεται σκληρά και τελικά εξορίζεται στη Φολέγανδρο. Το 1937 επιστρέφει στα Γιάννενα και το 1941 στρατεύεται χωρίς όμως να σταλεί στο αλβανικό μέτωπο. Κατά τη διάρκεια της Αντίστασης εντάσσεται από τους πρώτους στο ΕΑΜ και γίνεται κύριο στέλεχος της παράνομης αντιστασιακής εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα», ζώντας στο βουνό. Με την Απελευθέρωση κατεβαίνει στην Αθήνα, η εποχή όμως είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Ακολουθεί η τραγωδία του Εμφυλίου και στο εξής η ζωή του θα ταυτιστεί με τις τύχες του αριστερού κινήματος. Το 1947 δημοσιεύει τα πρώτα του φιλολογικά άρθρα, συλλαμβάνεται όμως και εξορίζεται στην Ικαρία. Μετά από λίγους μήνες απελευθερώνεται και εκδίδει τη «Φωτιά», το πρώτο μυθιστόρημά του, που αφορά την Αντίσταση. Το 1948 θα καταφύγει και πάλι στο βουνό, όπου θα παραμείνει μέχρι την τελική υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού. Εκεί θα πληροφορηθεί και την εκτέλεση του αδελφού του Άγγελου, ύστερα από μια δίκη – παρωδία, που στέλνει μαζί του στο εκτελεστικό απόσπασμα και άλλους Γιαννιώτες νέους. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού εγκαταλείπει την Ελλάδα και θα γίνει μαζί με χιλιάδες άλλους πολιτικός πρόσφυγας. Θα φτάσει στη Ρουμανία και από ’κει θα πάει στην Ουγγαρία, στην οποία θα ζήσει τα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του, διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο. Το 1950 του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και το 1952 διαγράφεται από το Κ.Κ.Ε. Μακριά από την Ελλάδα βρίσκει παρηγοριά και διέξοδο στην πνευματική εργασία, γι’ αυτό και τα χρόνια της πολιτικής εξορίας θα αποδειχτούν εξαιρετικά γόνιμα για τις φιλολογικές του μελέτες. Το 1953 θα εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Το τέλος της μικρής μας πόλης», η οποία στην πρώτη της αυτή έκδοση αριθμεί 5 διηγήματα. Δύο χρόνια μετά πεθαίνει η μητέρα του, ο ίδιος όμως δε θα το μάθει παρά πολύ αργότερα. Μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, φεύγει για το Ανατολικό Βερολίνο, όπου εργάζεται ως ερευνητής στην Ακαδημία Επιστημών. Από ’κει θα στείλει το πρώτο του γράμμα στους δικούς του. Το 1960 εκδίδει στα γερμανικά -σε συνεργασία με τη Μέλπω Αξιώτη- μια ανθολογία του νεοελληνικού διηγήματος, με τίτλο «Η Αντιγόνη ζει». Το 1962 επιστρέφει στη Βουδαπέστη και με δική του πρωτοβουλία ουγγρικός εκδοτικός οίκος αρχίζει να εκδίδει έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, με ενέργειές του ιδρύεται το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, που αποσκοπεί στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Το 1963 εκδίδεται «Το τέλος της μικρής μας πόλης», με προσθήκη δύο νέων διηγημάτων, και το 1966 η συλλογή διηγημάτων «Ανυπεράσπιστοι». Η εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967 ακυρώνει τη δυνατότητα επιστροφής του στην Ελλάδα και το 1968 αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Τελικά θα επιστρέψει στην Ουγγαρία, όπου θα διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Το καλοκαίρι του 1974 προγραμματίζει επίσκεψη στην Κύπρο, για να συμμετάσχει στις «Πολιτιστικές Εκδηλώσεις Καλοκαίρι’74». Η επίσκεψη θα ματαιωθεί όμως λόγω της τουρκικής εισβολής δε θα πραγματοποιηθούν ούτε και οι εκδηλώσεις. Με την πτώση της δικτατορίας το 1974, έρχεται στην επιφάνεια το αίτημα της επιστροφής των πολιτικών προσφύγων. Ομάδα διανοουμένων πιέζει για τον επαναπατρισμό του Δημήτρη Χατζή, ο οποίος επιστρέφει προσωρινά το Νοέμβριο του 1974, εικοσιπέντε χρόνια μετά την αναγκαστική αποδημία του. Η ποινή «δις εις θάνατον», που του είχε επιβληθεί το 1952 από διαρκές στρατοδικείο, δεν έχει ακυρωθεί ακόμα. Θα εγκατασταθεί οριστικά στην Ελλάδα το 1975 και τον επόμενο χρόνο εκδίδει «Το Διπλό Βιβλίο», ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά. To 1977 εκδίδονται τα διηγήματα «Σπουδές» και το 1979 τα διηγήματα «Θητεία». Ο Δημήτρης Χατζής πεθαίνει το 1981. Το γραπτό του έργο, το οποίο εκπονήθηκε κυρίως στα χρόνια της πολιτικής εξορίας του αλλά και στα χρόνια της μεταπολίτευσης, περιλαμβάνει πολιτικά και πολιτιστικά δημοσιογραφικά κείμενα, λογοτεχνικά έργα (διηγήματα, μυθιστορήματα) και φιλολογικές μελέτες.
"Ήδη μέσα στα διηγήματα από Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης η παλιά τεχνική είναι σπασμένη, η προσπάθεια για επάλληλα επίπεδα είναι δοκιμασμένη. Αργότερα, τη σπασμένη αυτή τεχνική, που ωστόσο θέλω να μένει τεχνική και να μην είναι αυθαίρετη ατεχνία, τη μετέφερα στο τελευταίο μου βιβλίο, Το Διπλό. Δεν ξέρω τι κατάφερα, λέω απλώς τι προσπάθησα." ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου